μαχητά

μαχητά
μαχητά̱ , μαχητής
fighter
masc nom/voc/acc dual
μαχητής
fighter
masc voc sg
μαχητής
fighter
masc nom sg (epic)
μαχητός
to be fought with
neut nom/voc/acc pl
μαχητά̱ , μαχητός
to be fought with
fem nom/voc/acc dual
μαχητά̱ , μαχητός
to be fought with
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μάχητα — και μάχιτα, η μάχη, έχθρα, διαμάχη 2. αγωνία, βάσανο («να πάψει και τών δυο η μάχητά τους», κυπρ. ερωτ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μάχη, κατά τα θηλ. σε ητα (πρβλ. άργ ητα, κάκ ητα)] …   Dictionary of Greek

  • μαχητάς — μαχητά̱ς , μαχητής fighter masc acc pl μαχητά̱ς , μαχητής fighter masc nom sg (epic doric aeolic) μαχητά̱ς , μαχητός to be fought with fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχιτα — η βλ. μάχητα …   Dictionary of Greek

  • τεκμήριο — Όρος που δηλώνει στη νομική γλώσσα τη λογική κρίση κατά την οποία ξεκινώντας από ένα γνωστό γεγονός, δεχόμαστε την ύπαρξη ενός άγνωστου γεγονότος. Τα τ. διακρίνονται σε νόμιμα και δικαστικά: στα πρώτα η λογική επαγωγή προκαθορίζεται από τον ίδιο… …   Dictionary of Greek

  • αποδεικτική διαδικασία — Η διαδικασία συλλογής του αποδεικτικού υλικού για μία δίκη. Περιλαμβάνει τον τρόπο και τα μέσα. Ειδικά στην πολιτική δικονομία, η α.δ. είναι το σύνολο των δικαστικών πράξεων που γίνονται από τους διαδίκους και από το δικαστήριο με σκοπό να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”